ακρορίζι

ακρορίζι
και ακρόριζο, το
το ακρότατο σημείο μιας ρίζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + ουσ. ριζί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακρορίζιο — το ακρορίζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ρίζιον / ριζίον, υποκορ. τού ρίζα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”